κεραμιδόγατος

κεραμιδόγατος
ο
1. κοινή ονομασία γάτων που δεν ανήκουν σε ορισμένη ράτσα
2. άντρας με πλούσια και ποικίλη ερωτική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + -γάτος (< γάτος), πρβλ. ζηλιαρό-γατος, σπιτό-γατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”